Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

το τηλέφωνο δε λειτουργεί

  • 1 телефон

    телефон м το τηλέφωνο· номер \телефона о αριθμός τηλεφώνου; говорить по \телефону μιλώ με το τηλέφωνο; звонить по \телефону τηλεφωνώ; позвать к \телефону καλώ στο τηλέφωνο; я у \телефона! εμπρός! \телефон не работает το τηλέφωνο δε λειτουργεί
    * * *
    м
    το τηλέφωνο

    но́мер телефо́на — ο αριθμός τηλεφώνου

    говори́ть по телефо́ну — μιλώ με το τηλέφωνο

    звони́ть по телефо́ну — τηλεφωνώ

    позва́ть к телефо́ну — καλώ στο τηλέφωνο

    я у телефо́на! — εμπρός!

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    Русско-греческий словарь > телефон

  • 2 работать

    1) δουλεύω, εργάζομαι

    кем вы рабо́таете? — τι δουλειά ( или τι εργασία) κάνετε

    2) ( о механизмах) λειτουργώ, δουλεύω

    телефо́н не рабо́тает — το τηλέφωνο δε λειτουργεί

    3) ( об учреждении) δουλεύω, είμαι ανοιχτός

    магази́н рабо́тает с 8-ми часо́в — το κατάστημα είναι ανοιχτό από τις οκτώ το πρωί

    Русско-греческий словарь > работать

См. также в других словарях:

  • τηλέφωνο — Το σύνολο των συσκευών και διατάξεων που απαιτούνται για την πραγματοποίηση μιας τηλεπικοινωνίας, κατά την οποία μεταβιβάζεται η ομιλία. Ένα τηλεφωνικό σύστημα αποτελείται βασικά από ένα μικρόφωνο, από ένα μέσο σύνδεσης, από ένα ακουστικό και από …   Dictionary of Greek

  • ραδιοτηλέφωνο — το, Ν ασύρματο τηλέφωνο που λειτουργεί με τη βοήθεια ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ, radiotelephone (< λατ. radius «ακτίνα» + τηλέφωνο)] …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτρισμός — Γενικός όρος που υποδηλώνει όλα εκείνα τα φυσικά φαινόμενα στα οποία παίρνουν μέρος ηλεκτρικά φορτία, είτε αυτά βρίσκονται σε ηρεμία είτε σε κίνηση. Για τον σκοπό της διατύπωσης των νόμων που διέπουν τα φαινόμενα αυτά και για ευκολία μελέτης,… …   Dictionary of Greek

  • αυτόματος — η, ο (AM ος, ον) 1. αυτός που κινείται, συμβαίνει ή λειτουργεί χωρίς εξωτερική επίδραση 2. αυτός που κινείται ή ενεργεί με καθαρά μηχανικά μέσα νεοελλ. 1. (για ανθρώπινες λειτουργίες) αυτός που συντελείται χωρίς την παρέμβαση της θέλησης,… …   Dictionary of Greek

  • εφημερίδα — Έντυπο που κυκλοφορεί κάθε μέρα ή σε αραιότερα χρονικά διαστήματα και περιέχει ειδήσεις, σχόλια και άλλο υλικό της επικαιρότητας. Στην ευρύτερη σημασία του ο όρος ε. χαρακτηρίζει κάθε τυπωμένο κείμενο, στο οποίο καταχωρούνται ειδήσεις που… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Βιομηχανικό Ερμούπολης (Σύρου) — Το μουσείο στο οποίο παρουσιάζεται η βιομηχανική ιστορία της Σύρου λειτουργεί από τον Μάιο του 2000 στο υποδειγματικά ανακαινισμένο πρώην χρωματουργείο Κατσιμαντή, ένα χτίσμα του 1888, που θεωρείται από τα καλύτερα δείγματα της ελληνικής… …   Dictionary of Greek

  • μπαταρία — η (λ. βενετ.), συσκευή στην οποία γίνεται δυνατή η αποταμίευση ηλεκτρικής ενέργειας με τη μορφή χημικής ενέργειας: Το κινητό τηλέφωνο λειτουργεί με μπαταρία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»